- ὑποτυφόμενος
- ὑποτῡφόμενος , ὑποτύφομαιpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποτύφω — Α 1. σιγοκαίω, κρυφοκαίω βγάζοντας καπνό («πῡρ ὑποτύφει τὴν νῆσον», Φιλόστρ.) 2. μτφ. ενισχύω κρυφά ή ύπουλα κάποιο πάθος (α. «ὑποθύψας τὴν διαβολήν», Πολ. β. «ὑποτύφεται ἔχθρα», Κτησ.) 3. παθ. ὑποτύφομαι (μτφ. για πρόσωπα) καίγομαι από κρυφή… … Dictionary of Greek